αντισυλληπτικά

αντισυλληπτικά
Χημικές ουσίες ορμονικής φύσης που όταν λαμβάνονται από το στόμα παρεμποδίζουν τη σύλληψη κυήματος. Η εφαρμογή των α. ξεκινά από την παρατήρηση που έγινε το 1940, κατά την οποία διαπιστώθηκε ότι τα φυσικά και τα συνθετικά οιστρογόνα προκαλούν αναστολή της ωορρηξίας. Η χορήγηση συνεπώς οιστρογόνων, από την αρχή του κύκλου συνεχώς επί 20-25 ημέρες, παρεμποδίζει την ωορρηξία, εμποδίζει τη σύλληψη και προκαλεί, μετά τη διακοπή της χορήγησης, αιμόρροια όπως στην εμμηνορρυσία. Η χρησιμοποίηση όμως οιστρογόνων για α. δεν ήταν δυνατή κυρίως γιατί για την αναστολή της ωορρηξίας χρειάζονται μεγάλες δόσεις. Τελικά, τα προβλήματα υπερπηδήθηκαν με το α. χάπι, που αποτελείται από ένα οιστρογόνο και ένα προγεστερονοειδές. Η προσπάθεια βελτίωσης του α. συνίσταται στη χρησιμοποίηση της μικρότερης δυνατής ποσότητας στεροειδών, ιδίως οιστρογόνων. Σήμερα, υπολογίζεται ότι πολλά εκατομμύρια γυναικών σε όλο τον κόσμο παίρνουν α. χάπια επί 20-22 ημέρες κάθε μήνα. Στα χάπια χρησιμοποιείται ως οιστρογόνο η αιθινυλοιστραδιόλη ή η μεστρανόλη. Τα α. χάπια έχουν μία ιδιάζουσα θέση στη φαρμακολογία καθώς δεν χορηγούνται για τη θεραπεία ή την πρόληψη μιας ασθένειας αλλά για να αναστείλουν μία φυσιολογική λειτουργία. Πάντως, πολλοί αμφισβητούν τα α., τουλάχιστον στη σημερινή τους μορφή, εξαιτίας των γενικότερων επιπτώσεων που μπορεί να έχουν στα άτομα που τα χρησιμοποιούν. Στην Κίνα γίνεται εκστρατεία στους νέους, ιδιαίτερα των αγροτικών περιοχών, για τη χρήση αντισυλληπτικών μεθόδων, με στόχο τη μείωση του ετήσιου ρυθμού αύξησης του πληθυσμού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φυλάσσω — ΝΜΑ, και φυλάγω και φυλάω και διαλ. τ. φλά(γ)ω Ν, και αττ. τ. φυλαττω Α [φύλαξ, ακος] 1. φρουρώ (α. «τόν φύλαγαν πέντε σωματοφύλακες» β. «αὕτη φραγμὸς ἡ ἀρετὴ... ἀσύλητα φυλάττουσα τῆς ψυχῆς τὰ κειμήλια», Νείλ. γ. «πρὸς γὰρ τῇ ἐπάλξει τὴν ἡμέραν… …   Dictionary of Greek

  • χάπι — το, Ν 1. καταπότιο 2. (ειδικά) κοινή ονομασία για τα γυναικεία αντισυλληπτικά 3. μτφ. χάχας, βλάκας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. hap] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”